- αλουτώ
- ἀλουτῶ (-έω) (Α) [ἄλουτος]είμαι άλουστος, μένω χωρίς λουτρό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀλούτῳ — ἄλουτος unwashen masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλουτος — ἄλουτος, ον (Α) ο άλουστος, ο άπλυτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + *λούω ( ομαι). ΠΑΡ. αρχ. ἀλουτία, ἀλουτῶ (αρχ. νεοελλ.) αλουσία] … Dictionary of Greek
αλουτιώ — ἀλουτιῶ ( άω) (Μ) ἀλουτῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + λουτιῶ < λούω] … Dictionary of Greek